οτε

οτε
    I.
    ὁτέ
    ὁ-τέ
    adv. иногда, временами
    

ὁ. μὲν … ὁ. δέ (πάλιν δέ, ἤ) Arst., ὁ. μὲν …ἄλλοτε (ἄλλοτε δέ, ἄλλοτε δ΄ αὖ) Hom., ὁ. μὲν …ποτὲ δέ Polyb. — иногда …иногда, когда …когда, то …то

    II.
    ὅτε
    I
    или (во избежание смешения с ὅτε II) ὅ, τε или ὅ τε n а тж. эп.-ион. m к ὅστε См. οστε
    II
    conj.
    1) когда, в то время как
    

(νύκτα δι΄ ὀρφναίην, ὅ. θ΄ εὕδουσι βροτοί Hom.)

    τότε … ὅ. Hom. — тогда …когда;
    ὅ. …τηνικαῦτα или τοτηνίκα Soph. — когда …тогда;
    ἦν ποτε χρόνος, ὅ. θνητὰ γένη οὐκ ἦν Plat. — было некогда время;
    — когда смертных не существовало;
    ἔσθ΄ и ἔστι(ν), ὅ.Her., Soph., Xen. — случается, когда …(бывает, что …);
    ὅ. οἱ πολέμιοι ἑπικέοιντο Xen. — всякий раз как враги наседали;
    ὅ. μέ (= εἰ μέ) αὐτός γε κελεύοι Hom. — если только он сам не прикажет;
    ὡς ὅ. κῦμα ἀκτῇ ἐφ΄ ὑψηλῇ, ὅ. κινήσῃ Νότος Hom.(ахейцы зашумели), словно когда волна (шумит) о высокий берег, когда поднимет (ее) Нот

    2) ибо, так как
    

(ὤ μοι ἐγών, ὅ. Σαρπηδόνα μοῖρ΄ ὑπὸ Πατρόκλοιο δαμῆναι Hom.)

    ὅ. δέ τοῦτο ὅ ἔρως ἐστὴν ἀεί Plat. — поскольку любовь всегда такова

    3) (после verba sciendi, audiendi и т.п. = ὅτι См. οτι) что, как
    

οὐδ ἔλαθ΄ Αἴαντα Ζεύς, ὅ. δέ Τρώεσσι δίδου νίκην Hom. — не ускользнуло от Эанта, что Зевс троянцам даровал победу;

    μεμνημένοι τὸν βασιλέα, ὅ. ἐσβαλὼν τῆς Ἀττικῆς ἐς Ἐλευσῖνα Thuc. — вспоминая, как (спартанский) царь вторгся в Аттику до Элевсина


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "οτε" в других словарях:

  • ὁτέ — ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… …   Dictionary of Greek

  • οτέ — (Α ὁτέ) (αορστλ. χρον. επίρρ.) φρ. «ὁτὲ μέν..., ὁτέ δέ» άλλοτε μεν..., άλλοτε δε αρχ. φρ. «ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ», «ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ αὖτε», «ὁτὲ μέν τε..., ὅτ αὖ», «ὁτὲ μέν..., ποτέ δε», «ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ», «ἐνίοτε μέν..., ὁτὲ δέ» άλλοτε μεν …   Dictionary of Greek

  • ὅτε — ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅτε μὲν ἠύλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε. — См. Плясать по чужой дудке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της …   Dictionary of Greek

  • εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε …   Dictionary of Greek

  • χὤτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὤτε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅ τε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»